Η λειτουργικότης της Φιλοσοφίας στις Μελλοντικές Κοινωνίες

Το παρακάτω κείμενο, υπήρξε εισήγηση σε φιλοσοφικό σεμινάριο
και ως άρθρο δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Διεπιστημονική Επιθεώρηση το 1997 ...
δρ.Κων/να Παλαμιώτου


Η λειτουργικότης της Φιλοσοφίας
στις Μελλοντικές Κοινωνίες

Της δρος Κωνσταντίνας Παλαμιώτου-Θωμαίδου

Όπως θα διαπιστώσετε στην πορεία της εισήγήσεώς μου, θα αναφερθώ
σε θέματα πολύ παλαιά, αλλά ταυτοχρόνως πολύ επίκαιρα. Για να τονίσω την επικαιρότητά τους και να κατορθώσω να αποδώσω παραστατικά την διαχρονικότητά τους θα θέσω ως αφετηρία των λεγομένων μου ένα παράδειγμα από τον πλέον γοητευτικό και συγχρόνως χρωματισμένο "μελλοντολογικά" χώρο, αυτόν της αεροδυναμικής. Όποιος λοιπόν ασχολείται με τέτοιου είδους θέματα γνωρίζει πόσο σημαντικές είναιγια την αεροδυναμική οι πληροφορίες, που αφορούν στη ροή και στα φαινόμενα που αυτή προκαλεί γύρω από ένα ιπτάμενο σώμα.
Ωστόσο εξίσου καλά γνωρίζουν πως για να συλλέξει κανείς τέτοιου
είδους πληροφορίες είναι αναγκαία μία προϋπόθεση : να γίνει η ροή ορατή. Επιχειρείται με διαφορετικές μεθόδους κατά περίπτωση να επιτευχθεί αυτό: εκπομπή καπνού για τη διαμόρφωση, ειδικά νήματα και πλέγματα για την τύρβωση, πτητικά υγρά και αλοιφές για τον εντοπισμό των σημείων αλλαγής της φύσεως του οριακού στρώματος, οπτικές διατάξεις για τα κύματα κρούσεως. Όλη αυτή η ερευνητική προσπάθεια για να καταστή ορατό κάτι που γνωρίζουμε πως υφίσταται: η ροή. 

Τηρουμένων των αναλογιών, διανοηθείτε από ποιές ατραπούς μεθοδολογικού και αποδεικτικού διερευνητικού μόχθου είναι απαραίτητο να διεξέλθη η φιλοσοφία, όταν κανείς επιθυμεί να αρθρώσει σύγχρονο διεπιστημονικό φιλοσοφικό λόγο.

Πρώτη δυσχέρεια ευλόγως είναι να ξεπεραστεί το ψυχολογικό εμπόδιο, που τίθεται κάθε φορά στη διατύπωση επιστημονικών προτάσεων εκ μέρους των ανθρωπιστικών επιστημών: όλοι λίγο-πολύ συνειδητώς ή υποσυνειδήτως θεωρούμε ότι είμαστε κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, παιδαγωγοί γιατί όχι και φιλόσοφοι ή τουλάχιστον ότι είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε επιστημονικές προτάσεις και κρίσεις στους τομείς των ως άνω επιστημών.
Αυτή η πρώτη, θυμικής τάξεως βεβαιότης, την οποία βεβαίως δεν έχουμε προκειμένου περί των θετικών λεγομένων επιστημών (πλην ορισμένων θυμοσόφων οι οποίοι θεωρούν εαυτούς και ιατρούς), μετριάζεται ευθύς μόλις ενσκύψουμε στο παρελθόν της φιλοσοφικής γραμματείας και καθίσταται όλο και ασθενέστερα, όσο περισσότερο χρησιμοποιούμε τη φιλοσοφική παράδοση. Επειδή πρόκειται να σκιαγραφήσουμε τη λειτουργικότητα της φιλοσοφικής δραστηριότητος στο μέλλον, θα αποφύγω να αναφερθώ σε πολυσυζητημένα αλλά θεμελιώδη ερωτήματα σχετικώς με τον εν γένει φιλοσοφικό στοχασμό, του τύπου: Τι είναι φιλοσοφία; Ποια η ιδιαιτερότης της μεθόδου της; Ποιοι οι κλάδοι της φιλοσοφίας;
Θα σταθώ όμως σ' ένα παρόμοιο - δηλαδή "εισαγωγικής" υφής ερώτημα - το οποίο είναι απαραίτητο στην ανάπτυξη της περαιτέρω προβληματικής μας : Σήμερα πλέον, μετά τον καταμερισμό του καθόλου επιστητού, ποιος "χώρος" απομένει στη φιλοσοφία; Ήταν το ερώτημα, που είχε θέσει αρκετά χρόνια πριν ο Adorno - μεταξύ άλλων - αν δηλ., έχει σήμερα κάποιου είδους σημασία ο φιλοσοφικός λόγος και τι είδους λόγος πρέπει να είναι αυτός:
Η απάντησή του βεβαίως, ότι δηλαδή μόνο ο πολιτικός (ή ευρύτερα ηθικός-πραξικός) φιλοσοφικός λόγος, έχει κάποια αξία δεν μας βρίσκει, σήμερα, μερικές δεκαετίες αργότερα, σύμφωνους. Είπαμε εξ ερχής ότι είναι πολύ δυσχερής μόχθος να καταστήσει κανείς "ορατό" κάτι που γνωρίζουμε ότι υφίσταται. Φανταστείτε σε τι περιπέτειες (μεθοδολογικές, επικοινωνιακές, ηθικές, λογικές ακόμη και θρησκευτικές ή συνειδησιακές) τοποθετεί τον εαυτό του όταν επιχειρήσει να καταστήσει ορατό ή τουλάχιστον νοητό, ώστε στη συνέχεια να επεξεργαστεί την επίλυση γενικότερου ενδιαφέροντος πρακτικών και όχι μόνον προβλημάτων, κάτι για το οποίο ακόμη δεν έχουμε συμφωνήσει ότι υφίσταται.Στο σημείο αυτό βρίσκεται, όπως συμβαίνει με όλα τα "γοητευτικά" πράγματα, η σύγκλιση της μεγίστης δυσχερείας προς την μεγίστη ηδονή. Πρέπει να την ερωτευθείς την αλήθεια για να την αναζητείς διαρκώς, τόσο περισσότερο όσο πιό πολύ αυτή κρύβεται. Αυτή είναι κατά τη γνώμη μας η πρώτη και μοναδική φιλοσοφία.
Προς μεγάλη ..."απογοήτευση" των θετικιστών κάθε είδους, η πραγματικότης είναι ενιαία. Αυτό που για μεθοδολογικούς λόγους κάναμε, όταν αρχίσαμε να την κατανέμουμε σε διαφορετικά ερευνητικά πεδία, μας παρέσειρε προς στιγμών (για πολλά χρόνια για την ακρίβεια) και γεμάτοι ματαιοδοξία αναφωνήσαμε : "πρόκειται για παζλ! Αν συνθέσουμε τα κομμάτια, βρήκαμε το όλο".
Φυσικά δεν είναι καθόλου έτσι!
Ο H. Bergson υπήρξε ο φιλόσοφος μετά από τις αφελείς θετικιστικές προσεγγίσεις, ο οποίος υποστήριξε τη δυνατότητα απόλυτης γνώσεως. Το πνεύμα μας, είπε, αντιμετωπίζει την πραγματικότητα διττώς: εκ των ένδον και εκ των έξω. Ο οπλισμός του πνεύματος γαι την πρώτη πορεία είναι η αυτοσυνειδησία, που χρησιμοποιεί τη διαίσθηση, για τη δεύτερη είναι ο λόγος, η διάνοια, που χρησιμοποιεί τη μέθοδο. Μόνο όταν συνδυάσουμε αυτούς τους δύο εξοπλισμούς, κατά τη γνώμη μας, θα καταφέρουμε να θέσουμε σε κίνηση τον μηχανισμό δύο φαινομενικώς αντιφατικών, αλλά ουσιαστικώς συμπληρωματικών δυνάμεων του ανθρωπίνου πνεύματο: της αφαιρετικής και γενικευτικής θεάσεως του όλου και της συνθετικής και εξειδικευτικής τοποθετήσεως του μερικού και συγκεκριμένου. Η πρώτη μας επομένως διαπίστωση για τη φιλοσοφία είναι ότι, όπως στους πρώτους Ίωνες Φιλοσόφους υπήρξε εκ των πραγμάτων γενικευτική, σήμερα πλέον καθίσταται - και πάλι εκ των πραγμάτων διεπιστημονική.
Όλες οι παραπάνω θέσεις έχουν κάποια αξία, όταν λάβουμε ως προϋπόθεση, πως οι κοινωνιες θα θελήσουν να ακούσουν, όσα οι φιλοσοφούντες διακηρύττουν. Και αναφέρομαι στους συγχρόνους πολιτικούς: Δεν θα χειραγωγήσει κανείς τον πολιτικό. Θα του τονίσει ορισμένες παραμέτρους της πραγματικότητος. Ο πολιτικός έχει καθήκον ν' ακούσει. Γιατί, πιστεύω, το αν θα δεχθεί τελικώς τις απόψεις επιστημόνων και φιλοσοφούντων, είναι αποτέλεσμα ευθέως ανάλογο της πειστικότητος, τουτέστιν της ακριβούς προσεγγίσεως της αληθείας εκ μέρους του επιστήμονος ή του φιλοσοφούντος. Ας δούμε λοιπόν ποιες προοπτικές έχει ο μελλοντικός φιλοσοφικός λόγος.
Η ιστορία της φιλοσοφίας πέρασε από δύο, κατά τη γνώμη μου, μεγάλες φάσεις: Την καταφατική και την αποφατική. 
Ως καταφατική θεωρώ τη φιλοσοφική εκείνη προσπάθεια, που επεχείρησε να συστήσει τα πράγματα και τις καταστάσεις: Να διαμορφώσει τυπική λογική, να ορθώσει πεδία ερεύνης, να εξερευνήσει τον κόσμο και τον άνθρωπο, να διερευνήσει τις αξίες, να καθορίσει το πραξιακό πλαίσιο. Αυτή υπήρξε η φιλοσοφία του παρελθόντος.
Ως αποφατική θεωρώ αντιστοίχως τη φιλοσοφία, που επιζητεί να αναδομήσει τα πράγματα και τις καταστάσεις. Να αναρωτηθεί για την εγκυρότητα της γνώσεως, να ορίσει σφαίρες επιρροής στον κόσμο και να θέσει "υπό το μικροσκόπιο" τον άνθρωπο, να αρνηθή ορισμένες αξίες κι άλλες να τις αναθεωρήσει. Αυτή είναι η φιλοσοφία του παρόντος. Εδώ επιθυμώ να καταστή σαφές πως δεν τοποθετούμαι υπέρ της μίας ή της άλλης φιλοσοφικής θεωρήσεως. Τις αντιλαμβάνομαι ως στάδια υποχρεωτικά ή μάλλον, για να μην φανώ ντετερμινίστρια, υπαρκτά.
Η διάκριση αυτή είναι για μένα καθαρώς μεθοδολογική και μου επιτρέπει να παρουσιάσω εναργέστερα το τρίτο στάδιο, κατά τη γνώμη μου της φιλοσοφικής δραστηριότητος. Την ονομάζω προφητική
Ως προφητική θεωρώ τη φιλοσοφική - διανοητική προσπάθεια, που θα επιχειρεί να προλαμβάνει τα πράγματα και τις καταστάσεις. Μη φανταστείτε ασφαλώς κάποιες "μαγικές και υπερφυσικές δυνάμεις" να κρύπτονται πίσω από μια τέτοια δήλωση. Προφητικός είναι ο λόγος εκείνος, ο οποίος όταν αρθρώνεται, θέτει εαυτόν ως αίτημα επαληθεύσεως. Η επαλήθευση ή η διάψευση έρχεται σε ύστερο χρόνο για να καταστήσει αντιστοίχως τον προφητικό λόγο αληθή ή ψευδή. Όταν λοιπόν αναφέρομαι στην "προφητική" διάσταση της φιλοσοφίας, εισηγούμαι ότι, έργο της φιλοσοφίας στο μέλλον, θα είναι η αρχαιότερη ιατρική επιταγή : προτιμότερον το "προλαμβάνειν" έναντι του "θεραπεύειν". Αυτή τη γενική τοποθέτησή μου θα συγκεκριμενοποιήσω εν συνεχεία σε καθορισμένους τομείς του επιστητού.
Κρίνω όμως απαραίτητη στο σημείο αυτό μια διευκρίνιση: Τόσο η καταφατική και η αποφατική, όσο και η προφητική φιλοσοφία κινούνται στο πλαίσιο της δραστηριοποιήσεως. Είναι ωσάν να μην υφίστανται (παρά μόνον ίσως από τα πιθανά έμμεσα αποτελέσματά τους) διάφορες "φιλοσοφίες", που εισηγούνται την παραίτηση, τον μηδενισμό, την αυτάρκεια του τίποτα ή τη θεοποίηση του σκοταδισμού και της αυτοκτονίας. Η δραστηριοποίηση του φιλοσοφούντος προσώπου αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, ικανή και αναγκαία συνθήκη γιατί, τότε και μόνον τότε, η φιλοσοφία υφίσταται, δηλαδή όποτε δρα. Επειδή όμως κάθε κίνηση έχει τους προδρόμους της θα επιχειρήσω εν ολίγοις να συνδέσω αυτή τη μελλοντική φιλοσοφία με το παρελθόν και το παρόν. 

Ο Goethe όταν δήλωνε πως η ανθρώπινη γνώση "δέον να ερευνά το δυνάμενον να ερευνηθή και να σέβεται το ανεξερεύνητον" μας προέτρεπε ν' αποφύγουμε την παγίδα του θετικισμού: να θεωρήσει πως το έργο της επιστήμης είναι "να κηρύξει φάντασμα" (κατά τον Σπετσιέρη) "ό,τι δεν εισέρχεται στα πλαίσιά της και δεν μετρείται με τα μέτρα της".
Κι ο Ν. Καζαντζάκης προβληματίζεται στην Αναφορά στον Γκρέκο:
"Κοιτάζω γύρω μου, κοιτάζω μέσα μου. Η αρετή τρελλάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελλάθηκε. Πρέπει νάρθει πάλι ο Νους ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους, πιό πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος".
Όταν στην αρχή της παρούσης,σας μίλησα για ροή, ήταν εσκεμμένο. Ο Παπανούτσος στο βιβλίο του "Η κρίση του πολιτισμού μας", αναφέρει πως είναι τολμηρό να κρίνει κάποιος το παρόν εφόσον του λείπει η απαραίτητη χρονική απόσταση για να καταστή αντικειμενικός. Πόσο μάλλον αν προχωρήσει κανείς να προσδιορίσει το μέλον. Ωστόσο ο Παπανούτσος επιχειρεί το τολμηρό εγχείρημα και αναφέρεται σε πολλά επιφαινόμενα αυτού που συνεκδοχικά ονομάζουμε κρίση του πολιτισμού.
Ότι δηλαδή κανείς μπορεί να μην είναι πιθανώς "αντικειμενικός" παρατηρητής, αλλά όταν  όμως έχει την υποκειμενική αντίληψη σε συνδυασμό με μια διαχρονική θεώρηση παρόμοιων άλλων μη "αντικειμενικών" θεωριών, τότε πια η άποψή του καθίσταται διϋποκειμενική - και είναι πιστεύω πολύ λειτουργικότερη από την όποια "αντικειμενική" αποστασιοποίηση. Όσοι μίλησαν για την κρίση του πολιτισμού, διαπραγματεύτηκαν θέματα γνωστά και πολυσυζητημένα τα τελευταία τουλάχιστον σαράντα χρόνια: "Δυτικό", "Ανατολικό" και "Τρίτο" κόσμο, παγκοσμίους πολέμους, κάλυψη αποστάσεων με νέα μέσα, βιομηχανικές επαναστάσεις, δημοκρατικά πολιτεύματα και πολιτική υποκρισία, "νέες" θεωρίες Einstein, Planck, Heisenberg, τεχνολογική αλματώδη ανάπτυξη, καταναλωτισμό. Για να τα συμπυκνώσω όλα στη φράση του Παπανούτσου : Προοδεύσαμε τούτο τον αιώνα, αλλά δεν ευτυχήσαμε.
Από τη ρήση αυτή πέρασαν τριάντα χρόνια (1969). Και βρισκόμαστε σήμερα (1997) στο κατώφλι της 3ης χιλιετίας με τα "άχθη" γεωμετρικώς πολλαπλασιαζόμενα: Μπήκε στη ζωή μας η πληροφορική, η μοριακή βιολογία, βγήκε απ' τη ζωή μας το "αντίπαλον δέος" του κομμουνισμού, θυμηθήκαμε και πάλι έννοιες παρωχημένες όπως η φράση θρησκευτικός πόλεμος. Δεν χρειάζεται περισσότερα για να υποδηλώσουμε ότι ζούμε στο μεταίχμιο εποχής (για μερικούς ήδη το ζήσαμε και έχομε μπή στη λεγόμενη "νέα"  εποχή) - αυτή η διαφωνία είναι εύλογη καθόσον κανείς δεν βιώνει ποτέ το παρόν ως τέτοιο. μόνο σε σύγκριση μ' ένα πρωτερόχρονο κι ένα υστερόχρονο γεγονός μπορεί να το δηλώσει. Ας δεχτούμε λοιπόν πως δεν είναι ανάγκη να γράψουν τα ημερολόγια 2.000 μ.Χ. και για ν' αρχίσει η 3η χιλιετία. Μπορεί ήδη να ζούμε σ' αυτή, όπως μπορεί να χρειαστεί μια δεκαετία ακόμη και αυτή ν' αρχίσει ουσιαστικά το 2.004 ή το 2.008. 
Εκείνο που έχει σημασία είναι πως η φιλοσοφία του μέλλοντος θα βρεθεί οπωσδήποτε μπροστά σε προβλήματα, που αν δεν θέλουμε να σημάνουν την αρχή "του τέλους της ιστορίας" - κυριολεκτικώς - του πλανήτη μας ή έστω αυτού που ονομάζουμε ανθρώπινη ζωή πάνω σ' αυτόν, θα πρέπει επειγόντως να λυθούν. Κι εδώ είναι το έργο της φιλοσοφίας: να τα θέσει εκ των προτέρων, προς επίλυσιν.
Δεν είναι η φιλοσοφία πανάκεια : Πολλά απ' όσα θα υποδείξει μπορεί να μην εισακουστούν, άλλα ίσως να χαρακτηρισθούν "λάθος συναγερμός" αλλά πιστεύω ότι (α) είναι προτιμότερο να δοθούν εμπεριστατωμένες μελέτες, με διανοητική νηφαλιότητα, παρά να ακούμε τις κινδυνολογίες διαφόρων καινοφανών "τσαρλατάνων" μάγων, μελλοντολογιζόντων μεσσίων κ.α.π. οι οποίοι περιέργως (;) έχουν κατακλύσει την εποχή αυτή - τουλάχιστον την πατρίδα μας - και (β) είναι επίσης προτιμότερο ν' αποδειχθή ότι ήταν υπερβολικά τα προληπτικά μέτρα για κάποια πιθανή παρενέργεια, παρά να δηλητηριάζεται καθημερινά η ανθρωπότητα από νεοθετικιστές, στα όρια της παραφροσύνης, επιχορηγούμενος από στρατιωτικά κέντρα, επιστήμονες.
Κάθε φορά, που στεκόμαστε να συνοψίσουμε το πρόβλημα φτάνουμε στον "σκληρό" πυρήνα του: Πώς θα προκύψουν οι νέοι άντρες και οι νέες γυναίκες αυτού του τόσο κοντινού μας μέλλοντος, προς τους οποίους απευθυνόμενη η προφητική φιλοσοφία, θα έχει την ελπίδα να εισακουστεί; 

Κι ερχόμαστε έτσι στο μεγάλο ζητούμενο. Το πρόβλημα της Παιδείας.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ. ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. 
Τόσο τεράστιο, που δεν χωρεί σ' αυτή την εισήγηση ούτε μιά πρώτη έστω διαπραγμάτευσή του. Μόνο δύο σημεία κρίνω σκόπιμο να θίξω: 1) Σ' αυτή την άκρη της Μεσογείου, που βρέχεται απ' το Αιγαίο, το Κρητικό και το Ιόνιο Πέλαγος, μιλιέται χιλιάδες χρόνια τώρα μια γλώσσα. Μόνο μ' αυτήν είναι δυνατόν να δημιουργήσει το επικοινωνιακό του καταστατικό, ένας προηγμένος υπολογιστής. 
2) Σ' αυτή την ίδια άκρη της Μεσογείου, ζη, ένα έθνος των Ελλήνων. Τουλάχιστον αυτό, που γέννησε το φιλοσοφικό στοχασμό έχει καθήκον να γαλουχεί τα παιδεία του με ΗΘΙΚΗ-ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ-ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ-ΛΟΓΙΚΗ κι ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ: δηλαδή με μιά λέξη Φιλοσοφία.
Όμως για ποιά πράγματα φοβόμαστε όταν τονίζουμε αυτά τα δυό στοιχεία; Μη νομίσετε ότι είναι φόβοι τοπικιστικοί που αφορούν μόνο τη χώρα μας. Το 1ο σημείο υποδηλώνει τον κίνδυνο της ομοιοποιήσεως (της ισοπεδώσεως) κάποτε κατηγορούσαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα ή εν γένει τους ολοκληρωτισμούς πως θα "αναπαράγουν" ισοπεδωμένες προσωπικότητες. Σήμερα φοβόμαστε πως η κλωνοποίηση θα δημιουργήσει ομοιοποιημένους οργανισμούς). Μα ήδη υπάρχει ένας άλλος κίνδυνος, που θα επισυμβή πολύ νωρίτερα, αν δεν έχει ήδη ολοκληρώσει σε κάποιες χώρες το έργο του : πλήρης ομοιογένεια, ο θρίαμβος του μαζανθρώπου.
Το 2ο σημείο σημαίνει τον κώδωνα κινδύνου: σε λίγο αντί για σχολεία με διδασκάλους, θα έχουμε Η/Υ με πλήρη εγκυκλοπαιδικά προγράμματα. Η διδασκαλία από μεθεκτική επικοινωνία προσώπων θα γίνη σχέση μηχανής- χρήστη. Υπαρχουν όμως αντικείμενα, που δεν μπορούν να διδαχθούν από τον Η/Υ. Ανάμεσά τους πρώτη η φιλοσοφία. Μήπως σκοπεύουν να την καταργήσουν τελείως, όπως επιχειρούν με το μάθημα των θρησκευτικών; ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΘΑ ΔΕΙΞΕΙ. 

"Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα. Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί... Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα αντιλαμβάνονται. Η ακοή αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών ταράττεται. Η μυστική βοή τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων... ενώ εις την οδόν έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί", σημειώνει ο Καβάφης, κι ο Παπανούτσος ευστόχως παρατηρεί: "Ευτυχισμένοι οι λαοί, που σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας τους έχουν στους κόλπους των το σπάνιο τούτο είδος ανθρώπων". Θα ήθελα να προσθέσω πως ακόμη ευτυχέστεροι είναι οι λαοί εκείνοι, που δεν επαφίενται στην τύχη αλλά φροντίζουν να διαμορφώσουν το φυτώριο αγωγής, από το οποίο θα προέλθουν τέτοιου είδους άνθρωποι. Αν λοιπόν είναι ορθή η άποψη του Ι. Θεοδωρακόπουλου, ότι: "η φιλοσοφική γνώση δεν έχει να κάνει με πράγματα, γιατί θα έκανε το ίδιο έργο με την επιστήμη. Η φιλοσοφία έχει να κάνει με αρχές και νοήματα. Με τις αρχές του πνεύματος και με τα νοήματα", τότε το έργο της μελλοντικής φιλοσοφίας είναι εξαιρετικώς ενδιαφέρον.

Υπάρχει πάντοτε ωστόσο ένα βασανιστικό και θεμελιώδες ερώτημα. Μήπως όσο οι φιλοσοφούντες συζητούν και μέχρι να καταλήξουν κάπου, κάποιοι άλλοι "ερήμην" τους πράττουν; Η ένσταση αυτή πρέπει να λαμβάνει υπ' όψη της και το άλλο άκρον : στο μέλλον δηλ. η πολιτική και κοινωνική πράξη να λειτουργεί μηχανιστικά και "αυτομάτως" ως αποτέλεσμα π.χ. οικονομικών παραγόντων, χωρίς τον οιονδήποτε πνευματικό σχεδιασμό ή ανθρωπιστικής υφής οργάνωση, με το ευχερές άλλοθι του "χαμένου χρόνου".
Αν η κοινωνία του μέλλοντος δεν συμπεριλάβει τη φιλοσοφία στις πρώτες προτεραιότητες των σχεδιασμών της και εξακολουθήσει να καταδικάζει τη φιλοσοφία ως μία μορφή αυτονόμου ερεύνης και προσωπικής υποθέσεως του κάθε φιλοσόφου, θα οδηγηθεί στη μηχανιστική απανθρωποποίηση του πλανήτη. Επειδή, όμως πιστεύω, οι μελλοντικές κοινωνίες εκ των πραγμάτων θα υποχρεωθούν να αναγνωρίσουν ότι το ηθικό πνεύμα είναι το μόνο που μπορεί να επιβληθεί επί της τυφλής ισχύος, η κοινωνική δραστηριοποίηση της φιλοσοφίας θα αποτελέσει μονόδρομο. Αυτό που ήδη έχει αρχίσει να καθίσταται εμφανές, ότι δηλ. οι κάθε είδους διαφορές δεν λύονται στα "πεδία των μαχών" με κατά μέτωπον συγκρούσεις, αλλά στις τράπεζες των κάθε είδους διαπραγματεύσεων, στο μέλλον θα γενικευθή. Κι αυτό που δειλά-δειλά διαπιστώνουμε σήμερα, ότι οι αποφάσεις είναι προειλημμένες (στις Βρυξέλλες, στη Στουτγάρδη, στη Χάγη ή αλλού) θα γίνει κοινός τόπος. Η ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο του πλανήτη μας, έγκειται ακριβως στο πνεύμα (πνοή ζωής).
Έτσι όποιος θελήσει να ασκήσει εξουσία επικαλείται πάντοτε το νόημα των πραγμάτων και το χρησιμοποιεί ως μέσο. Η κατάχρηση εξουσίας στην εποχή μας γίνεται μέσω αυτής της επικλήσεως. Ευελπιστούμε  πως οι μελλοντικές κοινωνίες θα συνειδητοποιήσουν πως μέσα από τον ορθό φιλοσοφικό λόγο θα επιτύχουν να προλαμβάνουν την κατάχρηση εξουσίας, η οποία αν σήμερα αρχίζει να ενοχλεί, στο μέλλον θα απειλεί την ίδια την υπόσταση του ανθρωπίνου είδους πάνω στον πλανήτη (αν δεν καταστρέψει συνολικώς τον πλανήτη).
Ας παρουσιάσουμε όμως ορισμένα στοιχεία, τα οποία ενδεικτικώς προσδιορίζουν τη μελλοντική πορεία της ανθρωπότητος. Η ζωή κάθε πολιτισμού είναι απολύτως συνυφασμένη με τη συνείδηση του ΕΜΕΙΣ σε αντιδιαστολή προς τους κάθε είδους ατομικισμούς, οι οποίοι περιχαρακώνουν τον άνθρωπο στην συνείδηση του ΕΓΩ. 
Ωστόσο πρέπει να διευκρινισθεί ότι στο προσεχές μέλλον η ισχύς θα στηρίζεται πάνω στη γνώση και θα επιχειρείται από μερικούς η γνώση αυτή να αφορά έναν όλο και περισσότερο περιορισμένο αριθμό ανθρώπων. Mε τον τρόπο αυτό, η προ του γράμματος "προφητική" άποψη του Nietzsche, ο οποίος κατανόησε τη σχέση ηδονής - ισχύος, απολυτοποιώντας και δίνοντας οντική διάσταση στον παράγοντα ισχύ, χωρίς να καταδείξει τους κοινωνικούς μηχανισμούς, οι οποίοι διαμορφώνουν τη σχέση αυτή πρέπει να μας απασχολήσει καθώς καθίσταται πραγματικότης. Οπως συμπυκνώνει ο Π. Κονδύλης, "έτσι η γνώση των μηχανισμών ισχύος, γίνεται απαγορευμένος καρπός γαι τους πολλούς γιατί μονάχα η άγνοια τέτοιων μηχανισμών διασφαλίζει τη λειτουργία τους και μαζί την κοινωνική συμβίωση".
Ορισμένως αυτό που θα εμφανιστεί, αν δεν έχει ήδη αρχίσει να εμφανίζεται μπροστά μας στο μέλλον, είναι η προσπάθεια επιβολής της καθαρής ισχύος: η επιβολή ενός ιδιάζοντος "φυσικού" δικαίου. Δηλ. το "αληθινό πρόσωπο" της φύσης, όπως αντικατοπτρίζεται στην περιγραφή της παθολογίας του πολέμου από τον Θουκυδίδη (στο Γ' ΒΙΒΛΙΟ της Συγγραφής του 82-83): Πρόκειται για το ήθος των Αθηναίων, όταν απαιτούν από τους Μηλίους να υποταγούν. Δεν υπάρχει ουδεμία συνειδησιακή επιβάρυνση, όταν το απαιτούν. Ο εσώτερος νόμος του όντος γι΄αυτούς είναι ακριβώς ο νόμος του ισχυρότερου. Οπως εύστοχα παρατήρησε ο Π. Κονδύλης σύμφωνα με αυτό το είδος θεωρήσεως της πραγματικότητος, μόνο οι αδύνατοι αντλούν μιάν ηθική από τη θεία ή φυσική τάξη.
Βεβαίως είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί σ' όσους επαγγέλονται μιά τέτοιους είδους ηθική της ισχύος ότι ο ίδιος όρος φύση, προκειμένου περί του ανθρωπίνου προσώπου, είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί, αυτό που ήδη έχει σημειώσει ο Παπανούτσος: "εάν για να θεμελιώσουμε τις ηθικές αξίες επικαλούμαστε τη φύση, με το νόημα μιας σειράς ή ενός συστήματος φαινομένων, που διέπονται από νόμους σταθερούς και ανεξάρτητους από τη βούληση του ανθρώπου, τότε ούτε η πηγή, ούτε έρεισμα των ηθικών αρχών είναι η φύση. Γιατί άλλο φυσική αναγκαιότητα και άλλο ηθικό χρέος. Εάν όμως με τον όρο φύση εννοούμε τη βασική σύσταση και δομή του ανθρώπου, το αρχέγονο "είναι" του, που αποτελείται όχι μόνο από οργανικές καταστάσεις και λειτουργίες αλλά και από διαθέσεις άλλης υφής και ποιότητας (ψυχή, πνεύμα), τότε και των ηθικών αξιών πηγή και έρεισμα είναι η φύση, αφού από αυτήν απορρέει και σ' αυτήν ανάγεται ό,τι έχει και ό,τι θέλει ή μπορεί να απαιτήσει ο άνθρωπος". 

Επιστρέφουμε και πάλιν σε μια πολύ παλιά αλήθεια (τόσο παλιά όσο ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης) πως εκείνο το οποίο πρέπει να ενδιαφέρει κάθε oργανωμένη κοινωνία, πρωτίστως κατά τη διαδικασία δομήσεως ενός συγκεκριμένου συστήματος αγωγής τότε, σήμερα και, κυρίως, αύριο, είναι η σταδιακή διάπλαση του χαρακτήρος, στην πορεία του νέου προς την ηθική του ολοκλήρωση, που για μία τελεολογική ηθική (του Αριστοτέλους λ.χ.) ταυτίζεται προς τον πλήρη εξανθρωπισμό του. Δυστυχώς, οι ακριβώς αντίθετες απόψεις, οι οποίες όταν διετυπώθησαν απετέλεσαν εφιαλτικές εξαιρέσεις, τείνουν σήμερα να αποκτήσουν το κύρος του "ρεαλιστικώς" αληθούς.
Κατά τη γνώμη μας απόψεις τέτοιου είδους θα έχει να πολεμήσει η φιλοσοφία του μέλλοντος. 
Πιο συγκεκριμένα: Δύο κυρίαρχες θέσεις του de Sade ότι (α) η αρετή ή η ανθρωπιά δεν μπορεί να χαρίσει ηδονή και συνεπώς η προσωπική ηδονή αναγκαστικώς κορυφώνεται εκεί όπου συναντάται με τον πόνο ενός άλλου, ο οποίος υποκύπτει στον ισχυρότερο. H ηδονή συμπίπτει λοιπόν με την εκδίπλωση της ισχύος, και ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο είναι άσβεστη η ανθρώπινη δίψα για ηδονή και (β) η αρετή είναι τεχνητή, η ηδονή είναι φυσική, επομένως η επιδίωξη της ηδονής, σε συνειδητή αντίθεση προς την αρετή, ισοδυναμεί με την προάσπιση ή τη διεκδίκηση των αρχέγονων φυσικών δικαιωμάτων, εκλαμβάνονται ως έγκυρες και από τη Νιτσεϊκή φιλοσοφία συμφώνως προς την οποία η ηδονή υποτάσσεται στην ισχύ ως αποτέλεσμα του αισθήματος ισχύος.
Τις "εφιαλτικές" αυτές θεωρητικές διανοητικές εκδηλώσεις δοκίμασε να πραγματοποιήσει στον αιώνα μας η (κατά την ορολογία του Κονδύλη) λεγομένη "πολιτισμική επανάσταση" (π.χ. στα γραπτά του Marscuse, Eros and Kultur, Ein philosophischer Beitrag zu Sigmund Freud). Θα ρωτούσε φυσικά κανείς τα ως άνω, "στατιστικώς" εγκυροποιούνται; Τι έγινε δηλ. αν δυό ή περισσότεροι στοχαστές διατυπώνουν παρόμοιες ακραίες απόψεις;
Το δυσοίωνο είναι ότι στο κατώφλι της 3ης χιλιετίας πρέπει να τοποθετήσουμε τις "εφιαλτικές", όπως τις χαρακτήρισα και προηγουμένως αυτές απόψεις, στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητος. Είναι γνωστό πως κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφορες θέσεις ως προς τη φιλοσοφική θεώρηση της Ιστορίας. Χωρίς να επιμείνω στις επί μέρους λεπτομέρειες διαφόρων θεωρήσεων (O. Spengler, Τόϋνμπη, Berdiajer κ.ά.) συναφών προς το θέμα, σε γενικές γραμμές έχουμε 2 ειδών κατηγοριοποιήσεις. Η πρώτη διακρίνει την ιστορία σε δύο είδη τοποθετήσεων (α) Είναι η "Ηροδότειος" άποψη ότι τα ιστορικά γεγονότα περιγράφονται και εξηγούνται με την επέμβαση ενός εξω-ιστορικού παράγοντος (κυρίως με τη θεϊκή παρέμβαση) και (β) "Θουκυδίδειος" άποψη ότι ο ανθρώπινος παράγοντας και τα ανθρώπινα λάθη καθορίζουν την ιστορική πραγματικότητα. Η δεύτερη κατηγοριοποίηση διακρίνει την ιστορία με βάση μια κάθε φορά γενική κοσμοθεωρητική αντίληψη άλλοτε θετική (καταφατική φιλοσοφική διάθεση) και άλλοτε αρνητική (αποφατική, φιλοσοφική διάθεση). Ετσι έχουμε (α) Η αισιόδοξη θεώρηση της Ιστορίας (κατά Rousseau, Diderot, Leibniz), η οποία εμπιστεύεται την ανθρώπινη υπόσταση για το μέλλον της ιστορίας και (β) Η απαισιόδοξη θεώρηση της Ιστορίας (κατά Spengler παρακμή της φύσης, E. Gibbon, Voltaire) όπως ο E.G. επιγραμματικώς διατυπώνει η ιστορία δεν είναι τίποτε περισσότερο από την καταγραφή των εγκλημάτων, των παραλογισμών και των συμφορών του ανθρωπίνου γένους.
Απέναντι σε παρόμοιες - μονομερείς κατά την εκτίμησή μας τοποθετήσεις - η φιλοσοφία του μέλλοντος πρέπει να κρατήσει μιά "προφητική" στάση και εξηγούμαι:
Μεθοδολογικό θεμέλιο αυτής της προσεγγίσεώς μου της φιλοσοφίας της ιστορίας είναι η αριστοτελική επιστημολογική διευκρίνηση: οι θεωρητικές επιστήμες θεμελιώνονται παραγωγικώς επί γενικών αρχών ενώ οι επιστήμες, που αναφέρονται στην ανθρώπινη πράξη, μόνον επαγωγικώς, δια της παρατηρήσεως και της εμπειρίας, είναι δυνατόν να καταλήξουν σε ηθικά ή πολιτικά συμπεράσματα, δηλαδή να οδηγηθεί κανείς από τις συγκεκριμένες περιπτώσεις "επί τας αρχάς". Εύστοχα υπογραμμίζει ο Leon R. Kass : "η επιλογή σκοπών γίνεται από κίνητρα, που βρίσκονται πέρα από την επιστήμη. Η επιστήμη μπορεί να προμηθεύσει τα μέσα, αλλά οι άνθρωποι διαλέγουν τους σκοπούς".
Επαγωγικώς λοιπόν διαπιστώνουμε ότι παράγοντες, οι οποίοι προσδιορίζουν τη ροή των ιστορικών γεγονότων πάνω στον πλανήτη μας είναι: το περιβάλλον, η φυλή, ο λαός, η τύχη και οι περιστάσεις, οι ηγέτες (Hegel, "το πνεύμα του κόσμου δρα δια των ηρώων"), Carlyle, Nietzsche, Tarde, αλλά πάντοτε υπάρχει και κάτι επί πλέον, που αποτελεί την ουσία της ιστορίας.
Για τον ιστορικό υλισμό αυτό είναι η οικονομία, για τον ιστορικό ιδεαλισμό είναι η Ιδέα. Στην εποχή μας πλέον η αναθεώρηση του ιστορικού υλισμού διευκρίνισε ήδη δια στόματος Bernstein ότι : αφού ο ίδιος ο Engels διατείνεται ότι οι μεταβολές των μορφών παραγωγής και ανταλλαγής αγαθών είναι οι "έσχατες αιτίες των ιστορικών φαινομένων", μας επιτρέπει να δεχτούμε ότι υπάρχουν και άλλα αίτια. Είναι - συνεχίζει ο Bernstein - γνωστόν, μαθηματικώς, ότι και μια δύναμη μικρής εντάσεως μπορεί να προκαλέσει αποκλίσεις... Εκείνος λοιπόν που θέλει να εφαρμόζει τη θεωρία του ιστορικού υλισμού, πρέπει να την εφαρμόζει στην πιό εξελιγμένη μορφή της κι όχι στην πρωταρχική. Υποχρεούται δηλ. εκτός από την εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων και των όρων παραγωγής να υπολογίζει και τις αντιλήψεις περί δικαίου και ηθικής, τις ιστορικές και θρησκευτικές παραδόσεις κάθε εποχής, γεωγραφικές και άλλες φυσικές επιδράσεις, των οποίων μέρος αποτελεί αυτή η ίδια η ανθρώπινη φύση με τις πνευματικές της ιδιότητες". Η αναθεωρητική προσπάθεια του Bernstein, ουσιαστικώς αναφέρεται σε εξαντικειμενίσεις του ανθρωπίνου πνεύματος. Εμπρός στον επαπειλούμενο κίνδυνο, να ζήσουμε το μέλλον ως ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΘΟΝΟΥ (κατά Ηρόδοτον), η φιλοσοφία μας πρέπει να είναι "προφητική".
Η οικολογική και κοινωνική "νέμεσις" και ο "φθόνος" της καταχρήσεως εξουσίας μας υποχρεώνουν ν΄ανοίξουμε διάπλατα τα "μάτια της ψυχής" και του πνεύματός μας μας μπροστά σ' όσους θα επιχειρήσουν να καταστήσουν ορατή τη ροή των ιστορικών γεγονότων στις κοινωνίες του μέλλοντος.
Σήμερα, που οι κοινωνίες εξακολουθούν ακόμη - ευτυχώς - να αποτελούνται από ομάδες πρέπει να στρέψουμε όλη την προσοχή μας ώστε να μην επιτρέψουμε πρώτ' απ' όλα "την πνευματική κλωνοποίηση", δηλ. την μετατροπή των ομάδων σε μάζα.
Αναφέρω ονομαστικώς, συγκεκριμένα όπως υποσχέθηκα στην αρχή της παρούσης εισηγήσεως, τα σημεία, προς τα οποία οφείλει να στραφεί η "προφητική" διάσταση της φιλοσοφίας του μέλλοντος.
α. Ηθική και πραξιολογική φιλοσοφία, που θα σέβεται την πνευματική και ψυχική διάσταση του ανθρώπινου προσώπου.
β. Επικοινωνιακή και σημειολογική φιλοσοφία, που θα στρέφεται στην όρθωση ενός ορθολογισμού ικανού να προσδιορίζει τους στόχους της επιστημονικής έρευνας αλλά και να εμπνέει τις διεξόδους της φιλοσοφίας, της θρησκείας, της τέχνης. Με άλλους λόγους μια επικοινωνία της αναγνωρίσεως της εκτιμήσεως, της δράσεως, και της εκφράσεως.
γ. Φιλοσοφία του Δικαίου, που θα εκτιμά τη δικαιϊκή λειτουργία ως ακρογωνιαίο λίθο του πολιτιστικού εποικοδομήματος.           
δ. Επιστημολογία/Φιλοσοφία της μεθόδου, η οποία θα προηγείται κάθε κοινωνικής προσπάθειας οργανώσεως και προγραμματισμού.
Απ' όσα προηγουμένως αναφέρθηκαν κατέστη εμφανές ότι η μέθοδος, η οποία θα μας επιτρέψει να προσδιορίσουμε τη λειτουργικότητα της φιλοσοφίας στο μέλλον είναι οπωσδήποτε η επαγωγική.
Μετατρέποντας σε "πλεονέκτημα", το μειονέκτημα της καθυστερήσεως της τεχνολογικής αναπτύξεως στη χώρα μας, εμείς εδώ στην Ελλάδα μπορούμε να παρατηρήσουμε τις αρνητικές παρενέργειες ορισμένων τεχνοκρατικών επιλογών, ώστε να επιχειρήσουμε μια διαφορετική προσέγγιση διδασκόμενοι από τα λάθη των άλλων.
Θα πρέπει να διαφυλαχθούν η πολυμορφία και η ποικιλομορφία του ανθρωπίνου είδους.
Ήδη σήμερα έχει τεθεί σε λειτουργία ένα οικουμενιστικό πρόγραμμα ενιοποιήσεως και του οποίου δύο τουλάχιστον εκφάνσεις είναι οφθαλμοφανείς. 
Η πρώτη είναι η προσπάθεια της "Μοριακής Βιολογία" να επέμβει στο αρχέγονο γενετικό υλικό. Οι προθέσεις των επιστημόνων δεν ενδιαφέρουν, από τη στιγμή, που θα είναι δυνατό να έχει κάτι τέτοιο εφαρμογή και προκειμένου περί του ανθρώπινου γενετικού κώδικος. γιατί οι προθέσεις ενός δεν διασφαλίζουν τις προθέσεις του άλλου.
(Ας θυμηθούμε τα αδιέξοδα μπροστά στα οποία μας έχει ήδη θέσει η ιατροβιολογική τεχνολογία του παρόντος. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1974, ημέρα Κυριακή το "Ιδρυμα υγείας του παιδιού" είχε πραγματοποιήσει μια δημόσια συζήτηση. Ο πρόεδρος του ιδρύματος αείμνηστος Σπύρος Δοξιάδης συντόνιζε τη συζήτηση. Ομιλητές ήταν οι Νησιώτης, Ραφαήλ, Σιμόπουλος, Ψαρούδα-Μπενάκη, Παπανούτσος. Τότε είχε τεθή το ζήτημα της τεχνητής γονιμοποιήσεως στην αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους. Εκτός από την ευγονική αναφέρθησαν και το ζήτημα της μεταμοσχεύσεως οργάνων.
Τα προβλήματα, που "προφητικώς" ετέθησαν τότε από τους ομιλητές αποτελούν την πραγματικότητα που σήμερα πλέον βιώνουμε, 20 χρόνια μετά: ΘΑ ΤΑ ΑΡΙΘΜΗΣΩ ΟΠΩΣ ΤΑ ΕΙΧΕ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙ ΤΟΤΕ Ο Ε. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ. Μια γυναίκα αποκτά παιδί, χωρίς σύζυγο, ή με το ωάριο μιας άλλης. Tο παιδί, που ανατρέφει ένας πατέρας είναι γέννημα της γυναίκας του με το σπέρμα ενός άλλου. Υπάρχουν ετεροθαλή αδέλφια, που αγνοούν τη συγγένειά τους αυτή. Δεν προχωρώ στα θέματα μεταμοσχεύσεων. Οι τράπεζες οργάνων και η δωρεά μοσχευμάτων είναι ιατρική ρουτίνα σήμερα. Ποιός όμως δύναται να εμποδίσει εκείνους, που απαγάγουν μικρά παιδιά, για να τα βρούμε αργότερα κάπου παρατημένα μ' ένα νεφρό λιγότερο). 
Νομίζω πως έγινε κατανοητό ότι η φιλοσοφική προσέγγιση δύναται να είναι "προφητική". 

Συνεχίζω με την δεύτερη έκφανση του οικουμενικού προγράμματος: Πρόκειται για την ενιαιοποίηση του πολιτισμού με τη μορφή κολοσσιαίων οικονομικών και πολιτικών συγκροτημάτων. Οπλο βασικό αυτής της εκφάνσεως είναι ο τρόπος, που λειτουργούν τα μέσα επικοινωνίας (mass media) - κυρίως η τηλοψία, αλλά και τα δίκτυα Η/Υ (internet), οι διεθνείς τράπεζες δεδομένων κλπ. Είναι απορίας άξιον, πως ζητήματα υψίστης σημασίας (για παράδειγμα η συνθήκη Σένγκεν) είναι προαποφασισμένα ενώ οι λαοί αγνοούν τα πάντα - ή σχεδόν τα πάντα - γύρω από αυτά. Αντ' αυτών γνωρίζουν καταπληκτικές λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής, ποδοσφαιριστών, ηθοποιών, τραγουδιστών, χορευτών, φωτομοντέλων και πάει λέγοντας. ΜΙΑ ΕΥΛΟΓΗ ΑΠΟΡΙΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΘΕΣΩ ΕΔΩ: ΑΝ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΟΛΟ ΤΟ ΙΑΤΡΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥ ΑΠΟ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΜΟΥ (που σε τελική ανάλυση μπορεί εκτός της οικογενείας μου να αφορά και την ασφαλιστική μου εταιρία) ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΩΣ ΠΡΟΣΙΤΟ ΤΟ ΙΑΤΡΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ Λ.Χ. ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ 'Η ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΗΣ ΑΞ. ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΕΩΣ (που οπωσδήποτε αφορά πολύ περισσότερους).
Μήπως τελικώς θα έχουμε μια μελλοντική δικτατορία των τραπεζών δεδομένων; Μήπως τα Συντάγματα των χωρών έχουν ήδη ημερομηνία λήξεως; Σημειώνει ο Umberto Eco στο "Κήνσορες και θεράποντες": (1964) "... Ο τρόπος που διασκεδάζουν, που σκέφτονται, που φαντάζονται (οι μάζες) δεν γεννιέται από κάτω. Tους προτείνεται μέσω των μαζικών επικοινωνιών με τη μορφή μηνυμάτων συντεταγμένων σύμφωνα με τον κώδικα της ιθύνουσας τάξης".
Θα έχετε κατανοήσει υποθέτω, πως για μας η φιλοσοφία είναι μία λειτουργία, η οποία στρέφεται προς ότι, πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος: την υπεύθυνη ελευθερία του πνεύματος ως προσώπου. Το άμεσο δεδομένο της συνειδήσεως (κατά Bergson) και το συνυφασμένο μ' αυτό αίσθημα ευθύνης, φωτίζει ελπιδοφόρα τη μελλοντική πορεία της φιλοσοφίας. Αν ο μελλοντικός φιλόσοφος κατανοήσει την παρακαταθήκη, που μας άφησε ο Γκαμπριέλ Μαρσέλ στον επίλογο του έργου του "TO EINAI KAI TO EXEIN" ότι: "Μιά απέραντη εργασία εποικοδομητικής κριτικής επιβάλλεται (...) η πιο εμβαθυμένη και πιό επίμονη εξέταση όλων των αξιωμάτων, που περιλαμβάνει μιά σκέψη, η οποία, αφού απογύμνωσε το πνεύμα από τα κατηγορήματά του και την οντολογική του καταλληλότητα, δεν του αποδίδει λιγότερο μερικά από τα πιό φοβερά προνόμια Εκείνου, τον οποίο φαντάζεται ότι ξεθρόνισε", τότε μπορεί να πείσει τις κοινωνίες του μέλλοντος να στρέψουν την προσοχή τους σε άλλου είδους θέματα κι όχι πως να απανθρωποποιήσουν τον άνθρωπο. 
Λόγου χάρη η πιθανότης επικοινωνίας με άλλους πολιτισμούς, την οποία η σύγχρονη ερμηνευτική και σημειολογία θα υποβοηθούσαν, προϋποθέτουν απαραιτήτως την επίγνωση πως ΒΓΑΖΟΥΜΕ (ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΣ) ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΞΩ, ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΣΤΕ. Δηλαδή, αν και συχνά θεωρούμε την αλληλοκατανόηση δεδομένη, στην πραγματικότητα ο λόγος που προσλαμβάνουμε και εκείνος που προσφέρουμε σημαίνει κάτι. Οπως σημειώνει εν προκειμένω ο Κ. Μιχαηλίδης στην "εισαγωγή στην Ερμηνευτική" : "ό,τι ακριβώς σημαίνει ο λόγος είναι αυτό, που εξηγείται στη συνείδηση του ομιλητή".
Χρησιμοποιώ ως παράδειγμα ένα πολυδιαβασμένο στις μέρες μας κείμενο. 
Αποκάλυψις του Ιωάννου, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ', στ. 16-18 :
"και ποιεί πάντας τους μικρούς και τους μεγάλους, και τους πλούσιους και του πτωχούς, και τους ελεύθερους και τους δούλους, ίνα δώσουσιν αυτοίς χάραγμα επί της χειρός αυτών της δεξιάς ή επί των μετώπων αυτών, και ίνα μη τις δύναται αγοράσαι ή πωλήσαι ει μη ο έχων το χάραγμα το όνομα του θηρίου ή τον αριθμόν του ονόματος αυτού. Ωδε η σοφία εστίν. ο έχων νουν ψηφισάτω τον αριθμόν του θηρίου. ο αριθμός γαρ ανθρώπου εστί. και ο αριθμός αυτού χξς' ". 
Ο καθένας αναγνωρίζει σ' αυτό το απόσπασμα διαφορετικές αλήθειες.
Κυρίες και κύριοι,
Δεν υφίσταται ο άνθρωπος χωρίς τη γλώσσα, ούτε η γλώσσα χωρίς τον άνθρωπο. 
Καθώς επικοινωνούμε με τον άλλο, στη μεθεκτική συνάφεια των προσώπων, περνούμε μέσα και από το χώρο της λεκτικής επικοινωνίας. 
Πότε θα επιτύχουμε να στρέψουμε την προσοχή των κοινωνιών σε τέτοιου είδους θέματα; Αύριο. Πιο συγκεκριμένα; Από αύριο. 
Σήμερα τίθεται ακόμη στον φιλοσοφούντα το ερώτημα : μήπως όσο εμείς διανοούμεθα κάποιοι άλλοι πράττουν; 
Αλλά πάλι... μήπως το να πράττεις χωρίς να διανοείσαι είναι τελικώς εξαιρετικώς επικίνδυνο;

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΦΕΤΗΡΙΑ 

Λ. ΑΡΕΤΑΙΟΣ, Η φιλοσοφία της Ιστορίας και η Ιστορία της, Από τον Ησίοδο ως τον Toynbee, Διογένης, Αθήνα 1985, σσ 18-19, 69 κ.εξ., 277 κ.εξ.
Ε. GIBBON, The cline and Fall of the Roman Empire, 1774-1786.
Π. ΚΟΝΔΥΛΗΣ, Η ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία, Στιγμή, Αθήνα 1992, σσ 12-48.
ΜARCUSE, Eros und Kulture, Ein philosophischer Beitrag zu Sigmund Freud, Stuttgart 1957, σσ 206-211, 217-219.
F. NIETZCHE, Werke, εκδ. Schlechta, r.3, Munchen 1966, σσ 683, 712-713, 765, 778- 779.
Ε. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ, Η παιδεία το μεγάλο μας πρόβλημα, Δωδώνη. Αθήνα 1976, σσ 12-15, 49-55, 213, 220, 270.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Η κρίση του πολιτισμού μας, Φιλιππότη, Αθήνα 1986, σσ 24-40, 51-86, 201-279.
De SADE, La philosophie de la Boudoir, Troisieme et Cinquieme Dialogue, εκδ. 10/18, Preface de G. Lely, Paris 1972, σσ 68 κ.εξ, 276 κ.εξ.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Histoire de Juliette ou les prosperites du vice, Premiere Partie, εκδ. 10/18, Preface de G. Lely, Paris 1976, σσ 121 κ.εξ.
K. ΣΠΕΤΣΙΕΡΗΣ, Φιλοσοφία της κοινωνίας και του πολιτισμού, Αθήνα 1946.